- κυκλώ
- (I)κυκλῶ, -έω (Α) [κύκλος]1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.)2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρω («πόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.)3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», Σοφ.)4. επαναφέρω, επαναλαμβάνω («κυκλεῑν τὸν λόγον», Αριστοτ.)5. μέσ. κυκλοῡμαι, -έομαια) περιβάλλω, περιτριγυρίζωβ) στριφογυρίζω, περιστρέφω («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», Πλάτ.)γ) (για λόγια) περιέρχομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι.————————(II)(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω)βλ. κυκλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.